υλοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υλοποίηση | οι | υλοποιήσεις |
| γενική | της | υλοποίησης* | των | υλοποιήσεων |
| αιτιατική | την | υλοποίηση | τις | υλοποιήσεις |
| κλητική | υλοποίηση | υλοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υλοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
υλοποίηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υλοποιώ, η διαδικασία κατά την οποία ένα σχέδιο ή μια ιδέα μετατρέπεται σε πράξη ή σε υλική πραγματικότητα, "παίρνει σάρκα και οστά", καθώς και το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας
- Τα σχέδια είναι έτοιμα, αλλά θα χρειαστούν χρήματα για την υλοποίησή τους.
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
υλοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.