εκτελεστέος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκτελεστέος | η | εκτελεστέα | το | εκτελεστέο |
| γενική | του | εκτελεστέου | της | εκτελεστέας | του | εκτελεστέου |
| αιτιατική | τον | εκτελεστέο | την | εκτελεστέα | το | εκτελεστέο |
| κλητική | εκτελεστέε | εκτελεστέα | εκτελεστέο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκτελεστέοι | οι | εκτελεστέες | τα | εκτελεστέα |
| γενική | των | εκτελεστέων | των | εκτελεστέων | των | εκτελεστέων |
| αιτιατική | τους | εκτελεστέους | τις | εκτελεστέες | τα | εκτελεστέα |
| κλητική | εκτελεστέοι | εκτελεστέες | εκτελεστέα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.