δήμιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δήμιος οι δήμιοι
      γενική του δήμιου
& δημίου
των δήμιων
& δημίων
    αιτιατική τον δήμιο τους δήμιους
& δημίους
     κλητική δήμιε δήμιοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δήμιος < αρχαία ελληνική δήμιος (σε αντιδιαστολή με τον ιδιωτικό, σχετίζεται με το δῆμον: ο δήμιος δούλος αναλάμβανε την εκτέλεση των θανατικών ποινών)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði.mi.os/

Ουσιαστικό

δήμιος αρσενικό

  1. (επάγγελμα) άτομο που εκτελεί όσους έχουν καταδικαστεί σε θάνατο
     συνώνυμα: εκτελεστής
  2. (μεταφορικά) άτομο που συμμετέχει στη θανάτωση άλλων ή την προωθεί
  3. (κατ’ επέκταση), (μεταφορικά) άτομο που κυβερνά αυταρχικά και απάνθρωπα

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

δήμιος < δῆμος

Επίθετο

δήμιος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.