εκσφενδονισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκσφενδονισμένος | η | εκσφενδονισμένη | το | εκσφενδονισμένο |
| γενική | του | εκσφενδονισμένου | της | εκσφενδονισμένης | του | εκσφενδονισμένου |
| αιτιατική | τον | εκσφενδονισμένο | την | εκσφενδονισμένη | το | εκσφενδονισμένο |
| κλητική | εκσφενδονισμένε | εκσφενδονισμένη | εκσφενδονισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκσφενδονισμένοι | οι | εκσφενδονισμένες | τα | εκσφενδονισμένα |
| γενική | των | εκσφενδονισμένων | των | εκσφενδονισμένων | των | εκσφενδονισμένων |
| αιτιατική | τους | εκσφενδονισμένους | τις | εκσφενδονισμένες | τα | εκσφενδονισμένα |
| κλητική | εκσφενδονισμένοι | εκσφενδονισμένες | εκσφενδονισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκσφενδονισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εκσφενδονίζω
Μετοχή
εκσφενδονισμένος, -η, -ο
- τιναγμένος απότομα και δυνατά
- βρισκόμενος σε τροχιά, έχοντας μεγάλη ορμή
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις εκσφενδονίζω και σφεντόνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.