program

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
program programs

Ουσιαστικό

program (en) (αμερικανική γραφή) ή programme (βρετανική γραφή)

  1. (πληροφορική) το πρόγραμμα, στον υπολογιστή
      A computer program is a list of "instructions" to be "executed" by a computer. [1]
    «Ένα πρόγραμμα υπολογιστή είναι μια λίστα με "εντολές" που πρέπει να "εκτελεστούν" από έναν υπολογιστή.»
      In HTML, JavaScript programs are executed by the web browser. [1]
    «Στην HTML, τα προγράμματα JavaScript εκτελούνται από το πρόγραμμα περιήγησης ιστοσελίδων»
     συνώνυμα: application (app), software
  2. το πρόγραμμα, στην τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο
    a TV/radio program - πρόγραμμα τηλεόρασης/ραδιοφώνου
     συνώνυμα: show
  3. το πρόγραμμα, ένα σχέδιο πραγμάτων που θα γίνουν ή θα συμπεριληφθούν στην ανάπτυξη κάτι
    Hundreds of young people have registered in the municipality’s new pilot programs aimed at reducing unemployment.
    Εκατοντάδες νέοι δήλωσαν συμμετοχή στα νέα πιλοτικά προγράμματα του δήμου που στοχεύουν στη μείωση της ανεργίας.

Συγγενικά

  • program στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. (αγγλικά) JavaScript Statements. Πρόσβαση 2021-03-07.

Πηγές



Πολωνικά (pl)

Ουσιαστικό

program (pl) αρσενικό

  1. το πρόγραμμα
  2. (κατ’ επέκταση) το πρόγραμμα μιας συναυλίας, των εκπομπών του ραδιοφώνου ή της τηλεόρασης, κ.α.



Τσεχικά (cs)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

program (cs) αρσενικό

  1. το πρόγραμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.