δίωρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίωρος η δίωρη το δίωρο
      γενική του δίωρου της δίωρης του δίωρου
    αιτιατική τον δίωρο τη δίωρη το δίωρο
     κλητική δίωρε δίωρη δίωρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίωροι οι δίωρες τα δίωρα
      γενική των δίωρων των δίωρων των δίωρων
    αιτιατική τους δίωρους τις δίωρες τα δίωρα
     κλητική δίωροι δίωρες δίωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δίωρος < (δις) δί- + ώρ(α) + -ος, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική zweistündig [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði.o.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δίωρος

Επίθετο

δίωρος, -η, -ο

  1. που κρατάει δύο ώρες, που διαρκεί δύο ώρες
  2. (ουσιαστικοποιημένο) δίωρο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.