εκπομπές
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ek.pomˈbes/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐πο‐μπές
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
εκπομπές θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκπομπή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.