εκπίπτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκπίπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκπίπτω[1] < ἐκ + πίπτω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ekˈpi.pto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐πί‐πτω
Ρήμα
εκπίπτω, πρτ.: εξέπιπτα, αόρ.: εξέπεσα, μτχ.π.π.: εκπεσμένος (προφορικό:[2] εκπίπτομαι)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- εκπεσμένος
- εκπεσμός
- εκπεσών
- έκπτωση & παράγωγα
- εκπτωτικός
- έκπτωτος
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
- → δείτε και τη λέξη εξαχρειώνομαι
Αναφορές
- εκπίπτω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.