εκπίπτομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ekˈpi.pto.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκπίπτομαι

Ρηματικός τύπος

εκπίπτομαι, μτχ.π.π.: εκπεσμένος

  • (προφορικό) σχηματισμός παθητικού τύπου για το ρήμα εκπίπτω (ρήμα ενεργητικής φωνής)[1]

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.