έκπτωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έκπτωση οι εκπτώσεις
      γενική της έκπτωσης* των εκπτώσεων
    αιτιατική την έκπτωση τις εκπτώσεις
     κλητική έκπτωση εκπτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκπτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έκπτωση < εκ + πτώση

Ουσιαστικό

έκπτωση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.