εξευγενισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξευγενισμένος η εξευγενισμένη το εξευγενισμένο
      γενική του εξευγενισμένου της εξευγενισμένης του εξευγενισμένου
    αιτιατική τον εξευγενισμένο την εξευγενισμένη το εξευγενισμένο
     κλητική εξευγενισμένε εξευγενισμένη εξευγενισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξευγενισμένοι οι εξευγενισμένες τα εξευγενισμένα
      γενική των εξευγενισμένων των εξευγενισμένων των εξευγενισμένων
    αιτιατική τους εξευγενισμένους τις εξευγενισμένες τα εξευγενισμένα
     κλητική εξευγενισμένοι εξευγενισμένες εξευγενισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξευγενισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξευγενίζω

Μετοχή

εξευγενισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.