φίνος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φίνος < μεσαιωνική ελληνική φίνος < ιταλικό fino (όριο, λεπτός)
Επίθετο
φίνος
- ο ραφινάτος, άψογος σε όλα και κυρίως στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά, αβρόςμε κυρίαρχο στοιχείο την ευγένεια και τους λεπτούς τρόπους
- φίνα :το ουδέτερο στον πληθυντικό δεν συνηθίζεται και χρησιμοποιείται κυρίως ως επίρρημα (σημαίνει περίφημα,τέλεια, πολύ καλά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.