πηλίκιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πηλίκιο τα πηλίκια
      γενική του πηλικίου
& πηλίκιου
των πηλικίων
    αιτιατική το πηλίκιο τα πηλίκια
     κλητική πηλίκιο πηλίκια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

πηλίκιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.