εγωκεντρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγωκεντρικός η εγωκεντρική το εγωκεντρικό
      γενική του εγωκεντρικού της εγωκεντρικής του εγωκεντρικού
    αιτιατική τον εγωκεντρικό την εγωκεντρική το εγωκεντρικό
     κλητική εγωκεντρικέ εγωκεντρική εγωκεντρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγωκεντρικοί οι εγωκεντρικές τα εγωκεντρικά
      γενική των εγωκεντρικών των εγωκεντρικών των εγωκεντρικών
    αιτιατική τους εγωκεντρικούς τις εγωκεντρικές τα εγωκεντρικά
     κλητική εγωκεντρικοί εγωκεντρικές εγωκεντρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εγωκεντρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική égocentrique < αρχαία ελληνική ἐγώ + κεντρικός [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ɣo.cen.dɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγωκεντρικός

Επίθετο

εγωκεντρικός ,-ή, -ό

  • που θεωρεί ότι είναι το κέντρο του κόσμου, ότι όλα περιστρεφονται γύρω από αυτόν

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις εγώ και κέντρο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.