είρωνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | είρωνας | οι | είρωνες |
| γενική | του του/της |
είρωνα είρωνος |
των | ειρώνων |
| αιτιατική | τον/την | είρωνα | τους/τις | είρωνες |
| κλητική | είρωνα | είρωνες | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
| Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- είρωνας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἴρων (αρσενικό ή θηλυκό) από την αιτιατική «τὸν εἴρωνα > -ωνας[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.ɾo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εί‐ρω‐νας
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- είρωνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.