εἴρων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | εἴρων | οἱ/αἱ | εἴρωνες |
| γενική | τοῦ/τῆς | εἴρωνος | τῶν | εἰρώνων |
| δοτική | τῷ/τῇ | εἴρωνῐ | τοῖς/ταῖς | εἴρωσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | εἴρωνᾰ | τοὺς/τὰς | εἴρωνᾰς |
| κλητική ὦ! | εἴρων | εἴρωνες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εἴρωνε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εἰρώνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εἴρων < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
εἴρων, -ωνος αρσενικό ή θηλυκό και ως επίθετο
- που αποκρύπτει τις σκέψεις του, ο υποκριτής, που λέει λιγότερα απ’ όσα σκέφτεται ή το ακριβώς αντίθετο από αυτό που σκέφτεται επιτηδευμένα.
Αντώνυμα
- ἀληθευτικός
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
εἰρων-
εἰρων-
- διειρωνόξενος
- εἰρωνεία
- εἰρώνευμα
- εἰρωνεύομαι
- εἰρωνευτής
- εἰρωνευτικός
- εἰρωνικός
- εἰρωνίζω
- ἐνειρωνεύομαι
- ἐξειρωνεύομαι
- ἐπειρωνεύομαι
- κατειρωνεύομαι
Πηγές
- εἴρων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εἴρων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.