εἴρων

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / εἴρων οἱ/αἱ εἴρωνες
      γενική τοῦ/τῆς εἴρωνος τῶν εἰρώνων
      δοτική τῷ/τῇ εἴρων τοῖς/ταῖς εἴρωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν εἴρων τοὺς/τὰς εἴρωνᾰς
     κλητική ! εἴρων εἴρωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εἴρωνε
γεν-δοτ τοῖν  εἰρώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εἴρων < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

εἴρων, -ωνος αρσενικό ή θηλυκό και ως επίθετο

  • που αποκρύπτει τις σκέψεις του, ο υποκριτής, που λέει λιγότερα απ’ όσα σκέφτεται ή το ακριβώς αντίθετο από αυτό που σκέφτεται επιτηδευμένα.

Αντώνυμα

  • ἀληθευτικός

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
εἰρων- 
  • διειρωνόξενος
  • εἰρωνεία
  • εἰρώνευμα
  • εἰρωνεύομαι
  • εἰρωνευτής
  • εἰρωνευτικός
  • εἰρωνικός
  • εἰρωνίζω
  • ἐνειρωνεύομαι
  • ἐξειρωνεύομαι
  • ἐπειρωνεύομαι
  • κατειρωνεύομαι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.