αυτοειρωνευόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυτοειρωνευόμενος | η | αυτοειρωνευόμενη | το | αυτοειρωνευόμενο |
| γενική | του | αυτοειρωνευόμενου | της | αυτοειρωνευόμενης | του | αυτοειρωνευόμενου |
| αιτιατική | τον | αυτοειρωνευόμενο | την | αυτοειρωνευόμενη | το | αυτοειρωνευόμενο |
| κλητική | αυτοειρωνευόμενε | αυτοειρωνευόμενη | αυτοειρωνευόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυτοειρωνευόμενοι | οι | αυτοειρωνευόμενες | τα | αυτοειρωνευόμενα |
| γενική | των | αυτοειρωνευόμενων | των | αυτοειρωνευόμενων | των | αυτοειρωνευόμενων |
| αιτιατική | τους | αυτοειρωνευόμενους | τις | αυτοειρωνευόμενες | τα | αυτοειρωνευόμενα |
| κλητική | αυτοειρωνευόμενοι | αυτοειρωνευόμενες | αυτοειρωνευόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυτοειρωνευόμενος < αυτο- + ειρωνευόμενος
Συγγενικά
- αυτοειρωνεία
- → δείτε τις λέξεις αυτός και είρων
Μεταφράσεις
αυτοειρωνευόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.