unwieldy

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός unwieldy
συγκριτικός unwieldier
υπερθετικός unwieldiest

Ετυμολογία

unwieldy < un- (στερητικό) + wieldy < αρχαίο αγγλικό wielde ‘active, vigorous’. Η λέξη μαρτυρείται από το 1386[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˌʌnˈwɪəldɪ/
 

Επίθετο

unwieldy (en)

  1. δύσχρηστος, δύσκολος στο χειρισμό του λόγω μεγέθους, βάρους, σχήματος ή συνθετότητας (π.χ. κακοσχεδιασμένος)
  2. (παρωχημένο) αδύναμος
  3. (παρωχημένο) άχαρος στην κίνηση
  4. που τον έχουν χειριστεί με άσχημο τρόπο

Συγγενικά

  • wieldy

Αναφορές

  1. unwieldy - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.