unwieldy
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | unwieldy |
| συγκριτικός | unwieldier |
| υπερθετικός | unwieldiest |
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˌʌnˈwɪəldɪ/
- ⓘ
Επίθετο
unwieldy (en)
- δύσχρηστος, δύσκολος στο χειρισμό του λόγω μεγέθους, βάρους, σχήματος ή συνθετότητας (π.χ. κακοσχεδιασμένος)
- (παρωχημένο) αδύναμος
- (παρωχημένο) άχαρος στην κίνηση
- που τον έχουν χειριστεί με άσχημο τρόπο
Συγγενικά
- wieldy
Αναφορές
- unwieldy - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.