δευτερογενής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δευτερογενής | η | δευτερογενής | το | δευτερογενές |
| γενική | του | δευτερογενούς* | της | δευτερογενούς | του | δευτερογενούς |
| αιτιατική | τον | δευτερογενή | τη | δευτερογενή | το | δευτερογενές |
| κλητική | δευτερογενή(ς) | δευτερογενής | δευτερογενές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δευτερογενείς | οι | δευτερογενείς | τα | δευτερογενή |
| γενική | των | δευτερογενών | των | δευτερογενών | των | δευτερογενών |
| αιτιατική | τους | δευτερογενείς | τις | δευτερογενείς | τα | δευτερογενή |
| κλητική | δευτερογενείς | δευτερογενείς | δευτερογενή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
δευτερογενής
- δευτερεύων
- (οικονομία) ο τομέας της μεταποιητικής, βιοτεχνικής και βιομηχανικής δραστηριότητας
- → δείτε τις λέξεις πρωτογενής και τριτογενής
Μεταφράσεις
δευτερογενής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.