δρέπανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δρέπανο τα δρέπανα
      γενική του δρεπάνου
& δρέπανου
των δρεπάνων
    αιτιατική το δρέπανο τα δρέπανα
     κλητική δρέπανο δρέπανα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δρέπανο < καθαρεύουσα δρέπανον

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈðɾe.pa.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δρέπανο

Ουσιαστικό

δρέπανο ουδέτερο

  1. το δρεπάνι
  2. (κατ’ επέκταση)
    1. (γενικότερα) διάφορα αντικείμενα ή τοποθεσίες σε σχήμα καμπυλωτό ή ημισελήνου
    2. (ειδικότερα) τύπος κυρτού σπαθιού, η πάλα
    3. (ειδικότερα) κοπτικό όργανο που εφάρμοζε στους άξονες των τροχών των αρχαίων αρμάτων ( δείτε τη λέξη δρεπανοφόρο ή δρεπανηφόρο)
  3. το κλαδευτήρι

Συγγενικά

  • Δρέπανο (τοπωνύμιο)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.