δρέπανο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δρέπανο | τα | δρέπανα |
| γενική | του | δρεπάνου & δρέπανου |
των | δρεπάνων |
| αιτιατική | το | δρέπανο | τα | δρέπανα |
| κλητική | δρέπανο | δρέπανα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δρέπανο < καθαρεύουσα δρέπανον
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈðɾe.pa.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δρέ‐πα‐νο
Ουσιαστικό
δρέπανο ουδέτερο
- το δρεπάνι
- (κατ’ επέκταση)
- (γενικότερα) διάφορα αντικείμενα ή τοποθεσίες σε σχήμα καμπυλωτό ή ημισελήνου
- (ειδικότερα) τύπος κυρτού σπαθιού, η πάλα
- (ειδικότερα) κοπτικό όργανο που εφάρμοζε στους άξονες των τροχών των αρχαίων αρμάτων (→ δείτε τη λέξη δρεπανοφόρο ή δρεπανηφόρο)
- το κλαδευτήρι
Συγγενικά
- Δρέπανο (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
δρέπανο
|
→ δείτε τη λέξη δρεπάνι |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.