δρέπανον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
δρεπᾰνο-
ονομαστική τὸ δρέπανον τὰ δρέπαν
      γενική τοῦ δρεπάνου τῶν δρεπάνων
      δοτική τῷ δρεπάν τοῖς δρεπάνοις
    αιτιατική τὸ δρέπανον τὰ δρέπαν
     κλητική ! δρέπανον δρέπαν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δρεπάνω
γεν-δοτ τοῖν  δρεπάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δρέπανον < δρέπ(ω) + -ανον

Ουσιαστικό

δρέπανον, -ου ουδέτερο

  1. (εργαλείο) το δρεπάνι (για το θερισμό)
     συνώνυμα: δρεπάνη
  2. (οπλισμός) ξίφος με καμπύλο σχήμα

Συγγενικά

  • ἀδρέπανος
  • ἀποδρεπανίζω
  • ξιφοδρέπανον
  • δορυδρέπανον
  • δρεπάνη
  • δρεπανηφόρος
  • δρεπανηΐς
  • δρεπάνιον
  • δρεπανίς
  • δρεπανοειδής
  • δρεπανοφόρος
  • δρεπανομάχαιρα
  • δρεπανοποιός
  • δρεπανουργός
  • δρεπανώδης
  • λογχοδρέπανον
  • μυοδρέπανον
  • χορτοδρέπανον

 και δείτε τη λέξη δρέπω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.