δρεπανοειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δρεπανοειδής η δρεπανοειδής το δρεπανοειδές
      γενική του δρεπανοειδούς* της δρεπανοειδούς του δρεπανοειδούς
    αιτιατική τον δρεπανοειδή τη δρεπανοειδή το δρεπανοειδές
     κλητική δρεπανοειδή(ς) δρεπανοειδής δρεπανοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δρεπανοειδείς οι δρεπανοειδείς τα δρεπανοειδή
      γενική των δρεπανοειδών των δρεπανοειδών των δρεπανοειδών
    αιτιατική τους δρεπανοειδείς τις δρεπανοειδείς τα δρεπανοειδή
     κλητική δρεπανοειδείς δρεπανοειδείς δρεπανοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δρεπανοειδής < αρχαία ελληνική

Επίθετο

δρεπανοειδής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.