σφυροδρέπανο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σφυροδρέπανο | τα | σφυροδρέπανα |
| γενική | του | σφυροδρέπανου | των | σφυροδρέπανων |
| αιτιατική | το | σφυροδρέπανο | τα | σφυροδρέπανα |
| κλητική | σφυροδρέπανο | σφυροδρέπανα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

σφυροδρέπανο
Προφορά
- ΔΦΑ : /sfi.ɾoˈðɾe.pa.no/
Ουσιαστικό
σφυροδρέπανο ουδέτερο
- σύμβολο των κομμουνιστικών κομμάτων που σχηματίζεται από ένα σφυρί και ένα δρεπάνι που διασταυρώνονται
- (συνεκδοχικά) ο Κομμουνισμός
Μεταφράσεις
σφυροδρέπανο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.