δούκαινα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δούκαινα αἱ δούκαιναι
      γενική τῆς δουκαίνης τῶν δουκαινῶν
      δοτική τῇ δουκαίν ταῖς δουκαίναις
    αιτιατική τὴν δούκαιναν τὰς δουκαίνας
     κλητική ! δούκαινα δούκαιναι
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δούκαινα < δούκας < (ελληνιστική κοινή) δούξ, δουκ- + -αινα

Ουσιαστικό

δούκαινα θηλυκό

  • θηλυκό του δούκας
      Θεόδωρος Πρόδρομος, ΚΑ' Ἐπιθάλαμος τοῖς τοῦ εὐτυχεστάτου καίσαρος υἱοῖς (), 351, 23-24 Theodori Prodromi Scripta miscellanea στήλη.1403 Patrologia Graeca, ed.Migne
    (λόγια μεσαιωνική) Καὶ ὑμεῖς δὲ τρισευτυχεῖς γεγήθατε νύμφαι καὶ τῇ σεμνότητι Δουκαίνῃ / καὶ καλῇ τῶν καλῶν νυμφίων ἀδελφῇ συγγεγήθατε
  • για το γυναικείο επώνυμο  δείτε Δούκαινα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.