δουκέσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δουκέσα οι δουκέσες
      γενική της δουκέσας των (δουκεσών)
    αιτιατική τη δουκέσα τις δουκέσες
     κλητική δουκέσα δουκέσες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /ðuˈce.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δουκέσα

Ετυμολογία 1

δουκέσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική duchessa με απλοποίηση γραφής των δύο συμφώνων [1] < λατινική dux (στρατιωτικός διοικητής) < duco (διοικώ) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dewk-. Μορφολογικά αναλύεται σε δούκ(ας) + -έσα. Δείτε και το μεσαιωνικό δουκέσσα

Ουσιαστικό

δουκέσα θηλυκό

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

δουκέσα < δουκέσα #1, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική duchess [2]

Ουσιαστικό

δουκέσα θηλυκό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.