προβάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | προβάρισμα | τα | προβαρίσματα |
| γενική | του | προβαρίσματος | των | προβαρισμάτων |
| αιτιατική | το | προβάρισμα | τα | προβαρίσματα |
| κλητική | προβάρισμα | προβαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
προβάρισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προβάρω, η πρόβα / δοκιμή (ρούχων κ.λπ.)
Μεταφράσεις
προβάρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.