δικότυλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δικότυλος η δικότυλη το δικότυλο
      γενική του δικότυλου της δικότυλης του δικότυλου
    αιτιατική τον δικότυλο τη δικότυλη το δικότυλο
     κλητική δικότυλε δικότυλη δικότυλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δικότυλοι οι δικότυλες τα δικότυλα
      γενική των δικότυλων των δικότυλων των δικότυλων
    αιτιατική τους δικότυλους τις δικότυλες τα δικότυλα
     κλητική δικότυλοι δικότυλες δικότυλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δικότυλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δικότυλος < δι- + κοτύλ(η) + -ος

Προφορά

ΔΦΑ : /ðiˈko.ti.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δικότυλος

Επίθετο

δικότυλος, -η, -ο

  1. (βοτανική) δικοτυλήδονος
  2. (ζωολογία) που ανήκει σε γένος θηλαστικών, που ανήκει στην οικογένεια τωνν Συϊδών [1][2]
     δείτε  τάξη: Artiodaktyla (Αρτιοδάκτυλα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  2. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
δῐκοτῠλο-
ονομαστική / δικότυλος τὸ δικότυλον
      γενική τοῦ/τῆς δικοτύλου τοῦ δικοτύλου
      δοτική τῷ/τῇ δικοτύλ τῷ δικοτύλ
    αιτιατική τὸν/τὴν δικότυλον τὸ δικότυλον
     κλητική ! δικότυλε δικότυλον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δικότυλοι τὰ δικότυλ
      γενική τῶν δικοτύλων τῶν δικοτύλων
      δοτική τοῖς/ταῖς δικοτύλοις τοῖς δικοτύλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δικοτύλους τὰ δικότυλ
     κλητική ! δικότυλοι δικότυλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δικοτύλω τὼ δικοτύλω
      γεν-δοτ τοῖν δικοτύλοιν τοῖν δικοτύλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δικότυλος < δι- + κοτύλ(η) + -ος

Επίθετο

δικότυλος, -ος, -ον

  1. (βοτανική) δικοτυλήδονος
  2. που χωράει δύο κοτύλες
  3. (ουσιαστικοποιημένο) δικότυλον: μέτρο που μετράμε τη χωρητικότητα και ισούται με δύο κοτύλες
     συνώνυμα: δικοτύλιον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.