κοτύλη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κοτύλη < αρχαία ελληνική: κοτύλη

ομόρ. του λατιν. catinus , από την πρωτο-ινδοευρωπαϊκή kot- ( «κούφια κατοικία»)

Ουσιαστικό

κοτύλη θηλυκό

μικρό αγγείο που χρησιμοποιούνταν ως μέτρο για τα υγρά χωρητικότητας 6 κυάθων

  • ανατομ. κοιλότητα της λεκάνης μέσα στην οποία εφαρμόζει το άκρο του μηριαίου οστού
  • αγγειοπλ. είδος μικρού αγγείου με δύο λαβές που ξεκινούν από τα χείλη και καταλήγουν στη βάση
      Από τις αρχές ήδη του 7ου π.Χ. αιώνα η προτίμηση των Κορινθίων κεραμέων για αγγεία μικρού σχήματος, όπως αρυβάλλους, αλάβαστρα, σκύφους, κοτύλες οδήγησε στην «ανακάλυψη» της μελανόμορφης τεχνικής που ευνόησε ιδιαίτερα τις μικρογραφικές συνθέσεις τους.
    Μαρίνα Πλατή, Ελένη Μάρκου, Αρχαία Ελληνική Κεραμική - πληροφορίες, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης
  • λατινικά: cotyla (la)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.