δικαιοδοσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δικαιοδοσία οι δικαιοδοσίες
      γενική της δικαιοδοσίας των δικαιοδοσιών
    αιτιατική τη δικαιοδοσία τις δικαιοδοσίες
     κλητική δικαιοδοσία δικαιοδοσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δικαιοδοσία < ελληνιστική κοινή δικαιοδοσία < αρχαία ελληνική δίκαιος + δίδωμι

Ουσιαστικό

δικαιοδοσία θηλυκό

  1. (νομικός όρος) η εξουσία των δικαστηρίων στη λύση διαφορών κατά την κείμενη νομοθεσία και την τιμωρία των αξιόποινων πράξεων
  2. η εξουσία που δίνεται σε κάποιον με νόμο, με εντολή ανωτέρου κλπ., να ενεργεί ή να κρίνει σε καθορισμένα όρια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.