δικαιοδοτώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δικαιοδοτώ < ελληνιστική κοινή δικαιοδοτέω / δικαιοδοτῶ

Ρήμα

δικαιοδοτώ

  1. (νομικός όρος) εξουσιοδοτώ
  2. (νομικός όρος) εκδικάζω, απονέμω δικαιοσύνη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.