διερμηνέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | διερμηνέας | οι | διερμηνείς |
| γενική | του του/της |
διερμηνέα διερμηνέως |
των | διερμηνέων |
| αιτιατική | τον/τη | διερμηνέα | τους/τις | διερμηνείς |
| κλητική | διερμηνέα | διερμηνείς | ||
| Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
| Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διερμηνέας < (καθαρεύουσα) διερμηνεύς < διερμηνεύω < ελληνιστική κοινή διερμηνεύω < διά + αρχαία ελληνική ἑρμηνεύω < ἑρμηνεύς
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯eɾ.miˈne.as/ & /ðʝeɾ.miˈne.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ερ‐μη‐νέ‐ας
Ουσιαστικό
διερμηνέας αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο επαγγελματίας μεταφραστής για προφορική επικοινωνία μεταξύ ατόμων που το ένα δεν ξέρει τη γλώσσα του άλλου
Μεταφράσεις
διερμηνέας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.