διερμηνεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διερμηνεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διερμηνεύω < αρχαία ελληνική διά (δι-) + ἑρμηνεύω < ἑρμηνεύς

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.eɾ.miˈne.vo/ (σημασία «κατανοώ»)
ΔΦΑ : /ði̯eɾ.miˈne.vo/ (σημασί «μεταφράζω»)
τυπογραφικός συλλαβισμός: διερμηνεύω για κάθε προφορά

Ρήμα

διερμηνεύω, αόρ.: διερμήνευσα, παθ.φωνή: διερμηνεύομαι, π.αόρ.: διερμηνεύθηκα, μτχ.π.π.: διερμηνευμένος

  1. κατανοώ και προσπαθώ να εκφράσω (με λόγια ή άλλους τρόπους) ό,τι σκέφτεται ή επιθυμεί κάποιος (που εκπροσωπώ)
  2. είμαι διερμηνέας

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.