διερμηνευτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διερμηνευτής | οι | διερμηνευτές |
| γενική | του | διερμηνευτή | των | διερμηνευτών |
| αιτιατική | τον | διερμηνευτή | τους | διερμηνευτές |
| κλητική | διερμηνευτή | διερμηνευτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διερμηνευτής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διερμηνευτής (αυτός που διαπραγματεύεται) < διερμηνεύω < αρχαία ελληνική δι- ἑρμηνεύω < ἑρμηνεύς
- για σύγχρονους όρους < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική interpreter
Ουσιαστικό
διερμηνευτής αρσενικό (θηλυκό διερμηνεύτρια)
- (επάγγελμα) αυτός που διερμηνεύει
- (πληροφορική-μεταγλώττιση) πρόγραμμα που διαβάζει από τον πηγαίο κώδικα μιας γλώσσας προγραμματισμού τις εντολές, μια κάθε φορά και ταυτόχρονα την εκτελεί
- ↪ διαφέρει από τον μεταγλωττιστή στο ότι μεταγλωττίζει τις εντολές από τον πηγαίο κώδικα μια κάθε φορά, χωρίς να δημιουργεί ανεξάρτητο εκτελέσιμο αρχείο
Συγγενικά
πληροφορική:
Μεταφράσεις
που διερμηνεύει
πρόγραμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.