ἑρμηνεύς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἑρμηνεύς οἱ ἑρμηνεῖς - ἑρμηνῆς*
      γενική τοῦ ἑρμηνέως τῶν ἑρμηνέων
      δοτική τῷ ἑρμηνεῖ τοῖς ἑρμηνεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἑρμηνέ τοὺς ἑρμηνέᾱς
     κλητική ! ἑρμηνεῦ ἑρμηνεῖς - ἑρμηνῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑρμην1 ή ἑρμηνεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  ἑρμηνέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἑρμηνεύς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ἑρμηνεύς, -έως αρσενικό

  1. ερμηνευτής, εξηγητής
  2. (προσωνυμία) επίθετο για τον θεό Ερμή
  3. διερμηνέας (για ξένες γλώσσες)
    χρειάζεται παράθεμα Ηρόδοτος

  • ἑρμανεύς

Παράγωγα

 ετυμολογικό πεδίο 
ἑρμην- 

Πιθανόν, σχετίζεται το Ἑρμῆς.
Δε σχετίζεται το ἕρμα.

  • για τα νέα ελληνικά  δείτε το ετυμολογικό πεδίο στο ερμηνεύω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.