ἑρμηνεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἑρμηνεύς | οἱ | ἑρμηνεῖς - ἑρμηνῆς* |
| γενική | τοῦ | ἑρμηνέως | τῶν | ἑρμηνέων |
| δοτική | τῷ | ἑρμηνεῖ | τοῖς | ἑρμηνεῦσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | ἑρμηνέᾱ | τοὺς | ἑρμηνέᾱς |
| κλητική ὦ! | ἑρμηνεῦ | ἑρμηνεῖς - ἑρμηνῆς* | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑρμηνῆ1 ή ἑρμηνεῖ2 | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἑρμηνέοιν | ||
| * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἑρμηνεύς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἑρμηνεύς, -έως αρσενικό
- ερμηνευτής, εξηγητής
- (προσωνυμία) επίθετο για τον θεό Ερμή
- διερμηνέας (για ξένες γλώσσες)
- → χρειάζεται παράθεμα Ηρόδοτος
- ἑρμανεύς
Παράγωγα
ετυμολογικό πεδίο
ἑρμην-
ἑρμην-
- ἀνερμήνευτος
- ἀρχιερμηνεύς
- ἀφερμηνεύω
- διερμήνευσις
- διερμηνευτέον
- διερμηνευτής
- διερμηνευτικός
- διερμηνεύω
- δυσερμήνευτος
- ἐξερμηνεύω
- ἑρμηνεία
- ἑρμήνευμα
- ἑρμηνεύω & σύνθετα
- ἑρμηνευτέον
- ἑρμήνευσις
- ἐφερμήνευσις
- ἐφερμηνευτέον
- ἐφερμηνευτικός
- ἐφερμηνεύω
- μεθερμηνευτικός
- μεθερμηνεύω
- παρερμηνεύω
- προερμηνεύω
Πιθανόν, σχετίζεται το Ἑρμῆς.
Δε σχετίζεται το ἕρμα.
- για τα νέα ελληνικά → δείτε το ετυμολογικό πεδίο στο ερμηνεύω
Πηγές
- ἑρμηνεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἑρμηνεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.