διεκπεραιωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διεκπεραιωτής οι διεκπεραιωτές
      γενική του διεκπεραιωτή των διεκπεραιωτών
    αιτιατική τον διεκπεραιωτή τους διεκπεραιωτές
     κλητική διεκπεραιωτή διεκπεραιωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διεκπεραιωτής < διεκπεραιώνω + -τής

Ουσιαστικό

διεκπεραιωτής αρσενικό (θηλυκό: διεκπεραιώτρια)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.