διεκπεραιωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διεκπεραιωτικός | η | διεκπεραιωτική | το | διεκπεραιωτικό |
| γενική | του | διεκπεραιωτικού | της | διεκπεραιωτικής | του | διεκπεραιωτικού |
| αιτιατική | τον | διεκπεραιωτικό | τη | διεκπεραιωτική | το | διεκπεραιωτικό |
| κλητική | διεκπεραιωτικέ | διεκπεραιωτική | διεκπεραιωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διεκπεραιωτικοί | οι | διεκπεραιωτικές | τα | διεκπεραιωτικά |
| γενική | των | διεκπεραιωτικών | των | διεκπεραιωτικών | των | διεκπεραιωτικών |
| αιτιατική | τους | διεκπεραιωτικούς | τις | διεκπεραιωτικές | τα | διεκπεραιωτικά |
| κλητική | διεκπεραιωτικοί | διεκπεραιωτικές | διεκπεραιωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διεκπεραιωτικός < διεκπεραιώνω + -τικός
Συγγενικά
- διεκπεραιωτικά
- → δείτε τις λέξεις διεκπεραιώνω και πέρας
Μεταφράσεις
διεκπεραιωτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.