συνολικά
Νέα ελληνικά (el)
Επίρρημα
συνολικά
- στο σύνολο
- ※ Προσεγγίζοντας το μνημείο ολιστικά, οι προτεινόμενες επεμβάσεις έχουν ως στόχο να αντιμετωπιστούν οι όποιες παθογένειες, να οργανωθεί και να διαμορφωθεί ο ευρύτερος αρχαιολογικός χώρος και να αναδειχθεί το μνημείο συνολικά. (www.archaiologia.gr, 21.01.2022)
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
συνολικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του συνολικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.