διεκπεραιώτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διεκπεραιώτρια οι διεκπεραιώτριες
      γενική της διεκπεραιώτριας των διεκπεραιωτριών
    αιτιατική τη διεκπεραιώτρια τις διεκπεραιώτριες
     κλητική διεκπεραιώτρια διεκπεραιώτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διεκπεραιώτρια < διεκπεραιωτής + -τρια

Ουσιαστικό

διεκπεραιώτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.