διαφθορείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διαφθορείο | τα | διαφθορεία |
| γενική | του | διαφθορείου | των | διαφθορείων |
| αιτιατική | το | διαφθορείο | τα | διαφθορεία |
| κλητική | διαφθορείο | διαφθορεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαφθορείο < διαφθορ(ευς) + -είο [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.fθoˈɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐φθο‐ρεί‐ο
Ουσιαστικό
διαφθορείο ουδέτερο
- πορνείο ή άλλο αντίστοιχο μέρος, όπου κάποιοι εκδίδονται
- (κατ’ επέκταση) μέρος όπου κυριαρχεί η ανηθικότητα και οι θαμώνες μπορεί να διαφθαρούν
Μεταφράσεις
διαφθορείο
|
|
Αναφορές
- διαφθορείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.