εκπαρθενεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκπαρθενεύω < ελληνιστική κοινή ἐκπαρθενεύω < αρχαία ελληνική παρθένος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ek.paɾ.θeˈne.vo/
Συγγενικά
- εκπαρθένευση
- → δείτε τη λέξη παρθένος
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη διακορεύω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκπαρθενεύω | εκπαρθένευα | θα εκπαρθενεύω | να εκπαρθενεύω | εκπαρθενεύοντας | |
| β' ενικ. | εκπαρθενεύεις | εκπαρθένευες | θα εκπαρθενεύεις | να εκπαρθενεύεις | εκπαρθένευε | |
| γ' ενικ. | εκπαρθενεύει | εκπαρθένευε | θα εκπαρθενεύει | να εκπαρθενεύει | ||
| α' πληθ. | εκπαρθενεύουμε | εκπαρθενεύαμε | θα εκπαρθενεύουμε | να εκπαρθενεύουμε | ||
| β' πληθ. | εκπαρθενεύετε | εκπαρθενεύατε | θα εκπαρθενεύετε | να εκπαρθενεύετε | εκπαρθενεύετε | |
| γ' πληθ. | εκπαρθενεύουν(ε) | εκπαρθένευαν εκπαρθενεύαν(ε) |
θα εκπαρθενεύουν(ε) | να εκπαρθενεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκπαρθένευσα | θα εκπαρθενεύσω | να εκπαρθενεύσω | εκπαρθενεύσει | ||
| β' ενικ. | εκπαρθένευσες | θα εκπαρθενεύσεις | να εκπαρθενεύσεις | εκπαρθένευσε | ||
| γ' ενικ. | εκπαρθένευσε | θα εκπαρθενεύσει | να εκπαρθενεύσει | |||
| α' πληθ. | εκπαρθενεύσαμε | θα εκπαρθενεύσουμε | να εκπαρθενεύσουμε | |||
| β' πληθ. | εκπαρθενεύσατε | θα εκπαρθενεύσετε | να εκπαρθενεύσετε | εκπαρθενεύστε | ||
| γ' πληθ. | εκπαρθένευσαν εκπαρθενεύσαν(ε) |
θα εκπαρθενεύσουν(ε) | να εκπαρθενεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκπαρθενεύσει | είχα εκπαρθενεύσει | θα έχω εκπαρθενεύσει | να έχω εκπαρθενεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκπαρθενεύσει | είχες εκπαρθενεύσει | θα έχεις εκπαρθενεύσει | να έχεις εκπαρθενεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκπαρθενεύσει | είχε εκπαρθενεύσει | θα έχει εκπαρθενεύσει | να έχει εκπαρθενεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκπαρθενεύσει | είχαμε εκπαρθενεύσει | θα έχουμε εκπαρθενεύσει | να έχουμε εκπαρθενεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκπαρθενεύσει | είχατε εκπαρθενεύσει | θα έχετε εκπαρθενεύσει | να έχετε εκπαρθενεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκπαρθενεύσει | είχαν εκπαρθενεύσει | θα έχουν εκπαρθενεύσει | να έχουν εκπαρθενεύσει |
| |
Μεταφράσεις
εκπαρθενεύω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.