διαφάνεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαφάνεια οι διαφάνειες
      γενική της διαφάνειας των διαφανειών
    αιτιατική τη διαφάνεια τις διαφάνειες
     κλητική διαφάνεια διαφάνειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαφάνεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαφάνεια

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯aˈfa.ni.a/ & /ðʝaˈfa.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαφάνεια

Ουσιαστικό

διαφάνεια θηλυκό

  1. η ιδιότητα του υλικού που επιτρέπει να φαίνονται αντικείμενα που βρίσκονται πίσω ή μέσα σε αυτό
  2. (μεταφορικά) οι συνθήκες και οι διαδικασίες που επιτρέπουν να γίνεται φανερός ο τρόπος διαχείρισης
  3. επιφάνεια από διαφανές υλικό στο οποίο μπορεί να τυπωθεί κάτι και να προβληθεί επάνω σε επίπεδη επιφάνεια με τη χρήση προβολέα
     συνώνυμα: φωτεινή διαφάνεια
  4. (πληροφορική) η σελίδα, σε προγράμματα που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία παρουσιάσεων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαφάνει αἱ διαφάνειαι
      γενική τῆς διαφανείᾱς τῶν διαφανειῶν
      δοτική τῇ διαφανεί ταῖς διαφανείαις
    αιτιατική τὴν διαφάνειᾰν τὰς διαφανείᾱς
     κλητική ! διαφάνει διαφάνειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαφανεί
γεν-δοτ τοῖν  διαφανείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαφάνεια < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

διαφάνεια θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.