διαφανώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαφανώς < διαφανής

Επίρρημα

διαφανώς

  • με διαφανή τρόπο: ώστε κάτι να είναι ορατό, καθαρό, φανερό σε όλους
    η επιλογή θα γίνει διαφανώς και μετά από δημόσιο διάλογο
  • (πληροφορική) με διαφανή τρόπο: για αλλαγή σε λειτουργία που δεν γίνεται αντιληπτή από το χρήστη ή από άλλη εφαρμογή, άλλη συνάρτηση του κώδικα κλπ.
    το πρωτόκολλο ασφάλειας μπορεί να χρησιμοποιηθεί διαφανώς για την μεταφορά των δεδομένων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.