καλοδιατηρημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλοδιατηρημένος | η | καλοδιατηρημένη | το | καλοδιατηρημένο |
| γενική | του | καλοδιατηρημένου | της | καλοδιατηρημένης | του | καλοδιατηρημένου |
| αιτιατική | τον | καλοδιατηρημένο | την | καλοδιατηρημένη | το | καλοδιατηρημένο |
| κλητική | καλοδιατηρημένε | καλοδιατηρημένη | καλοδιατηρημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλοδιατηρημένοι | οι | καλοδιατηρημένες | τα | καλοδιατηρημένα |
| γενική | των | καλοδιατηρημένων | των | καλοδιατηρημένων | των | καλοδιατηρημένων |
| αιτιατική | τους | καλοδιατηρημένους | τις | καλοδιατηρημένες | τα | καλοδιατηρημένα |
| κλητική | καλοδιατηρημένοι | καλοδιατηρημένες | καλοδιατηρημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καλοδιατηρημένος < καλο- + διατηρημένος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
καλοδιατηρημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.