διατηρημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διατηρημένος η διατηρημένη το διατηρημένο
      γενική του διατηρημένου της διατηρημένης του διατηρημένου
    αιτιατική τον διατηρημένο τη διατηρημένη το διατηρημένο
     κλητική διατηρημένε διατηρημένη διατηρημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διατηρημένοι οι διατηρημένες τα διατηρημένα
      γενική των διατηρημένων των διατηρημένων των διατηρημένων
    αιτιατική τους διατηρημένους τις διατηρημένες τα διατηρημένα
     κλητική διατηρημένοι διατηρημένες διατηρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

διατηρημένος



Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.