διατηρησιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διατηρησιμότητα | οι | διατηρησιμότητες |
| γενική | της | διατηρησιμότητας | των | διατηρησιμοτήτων |
| αιτιατική | τη | διατηρησιμότητα | τις | διατηρησιμότητες |
| κλητική | διατηρησιμότητα | διατηρησιμότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διατηρησιμότητα < διατηρήσιμος + -ότητα
Ουσιαστικό
διατηρησιμότητα θηλυκό
- η ικανότητα κάποιου να μπορεί να είναι διατηρήσιμος, να μπορεί να διατηρηθεί
- Η εξασφάλιση της διατηρησιμότητας του πλεονάσματος για τα επόμενα χρόνια και η επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης μπορούν να επιτευχθούν μόνο με την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. (*)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη διατηρώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.