διατηρούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.tiˈɾu.me/ & /ðʝa.tiˈɾu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐τη‐ρού‐μαι
- ομόηχο: διατηρούμε
Ρηματικός τύπος
διατηρούμαι, π.αόρ.: διατηρήθηκα, μτχ.π.π.: διατηρημένος
- παθητική φωνή του ρήματος διατηρώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.