τροποποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τροποποίηση | οι | τροποποιήσεις |
| γενική | της | τροποποίησης* | των | τροποποιήσεων |
| αιτιατική | την | τροποποίηση | τις | τροποποιήσεις |
| κλητική | τροποποίηση | τροποποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, τροποποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾo.poˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρο‐πο‐ποί‐η‐ση
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
τροποποίηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.