ψυχοδιανοητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχοδιανοητικός η ψυχοδιανοητική το ψυχοδιανοητικό
      γενική του ψυχοδιανοητικού της ψυχοδιανοητικής του ψυχοδιανοητικού
    αιτιατική τον ψυχοδιανοητικό την ψυχοδιανοητική το ψυχοδιανοητικό
     κλητική ψυχοδιανοητικέ ψυχοδιανοητική ψυχοδιανοητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχοδιανοητικοί οι ψυχοδιανοητικές τα ψυχοδιανοητικά
      γενική των ψυχοδιανοητικών των ψυχοδιανοητικών των ψυχοδιανοητικών
    αιτιατική τους ψυχοδιανοητικούς τις ψυχοδιανοητικές τα ψυχοδιανοητικά
     κλητική ψυχοδιανοητικοί ψυχοδιανοητικές ψυχοδιανοητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ψυχοδιανοητικός < ψυχή + -ο- + διανοητικός

Επίθετο

ψυχοδιανοητικός -ή -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.