διαμερισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διαμερισμός | οι | διαμερισμοί |
| γενική | του | διαμερισμού | των | διαμερισμών |
| αιτιατική | τον | διαμερισμό | τους | διαμερισμούς |
| κλητική | διαμερισμέ | διαμερισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαμερισμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαμερισμός < διαμερίζω < διά (δια-) + μερίζω < μέρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)mer-
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯a.me.ɾiˈzmos/ & /ðʝa.me.ɾiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐με‐ρι‐σμός
Ουσιαστικό
διαμερισμός αρσενικό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαμερίζω
- (θεωρία συνόλων) για σύνολο A, είναι ένα σύνολο μη κενών υποσυνόλων του Α, που είναι ξένα μεταξύ τους και η ένωση τους ισούται με το A[1]
- Αν A={1, 2, 3, 4, 5, 6, 7} ένα σύνολο, ένας από τους πολλούς δυνατούς διαμερισμούς του, είναι τα υποσύνολα του {1, 3, 6}, {2, 4} και {5, 7}
- Δείτε επίσης: διαμερισμός συνόλου στην Βικιπαίδεια
Αναφορές
- Γεώργιος Βούρος (Πάτρα 2002), «Διακριτά Μαθηματικά», σελ. 67. Προσπέλαση 2020-02-28
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.