διαμέριση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαμέριση | οι | διαμερίσεις |
| γενική | της | διαμέρισης* | των | διαμερίσεων |
| αιτιατική | τη | διαμέριση | τις | διαμερίσεις |
| κλητική | διαμέριση | διαμερίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διαμερίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαμέριση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαμέρισις < αρχαία ελληνική διαμερίζω < δια- + μερίζω < μέρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)mer- (μοιράζω, παραχωρώ, αναθέτω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði̯aˈme.ɾi.si/ & /ðʝaˈme.ɾi.si/
Ουσιαστικό
διαμέριση θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαμερίζω
- (θεωρία συνόλων) βλ. συνώνυμο διαμερισμός
- (πληροφορική) partitioning: η διαδικασία της διαίρεσης μαγνητικού μέσου (πχ. σκληρού δίσκου) σε τμήματα που έχουν ανεξάρτητη διαμόρφωση (format) και διαχείριση [1]
- ≈ συνώνυμα: διαμερισμός, κατάτμηση
- Κατάτμηση δίσκου στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
διαμέριση
|
Αναφορές
- Βασική εγγραφή εκκίνησης (Master Boot Record - MBR). Πρόσβαση 2021-05-03.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.